- μηθαμοῦ
- μηθᾰμ-οῦ, later form for μηδαμοῦ, μ. φαίνεσθαι 'to beA nowhere', i.e. of no account, SIG 1261.19 (Tab. Defix.): written in Pl.Phd.68b in PPetr.1p.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηθαμού — μηθαμοῡ (Α) επίρρ. βλ. μηδαμού … Dictionary of Greek
μηδαμού — (Α μηδαμοῡ και μηθαμοῡ) επίρρ. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά («τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἥτις μηδαμοῡ ξυμμαχεῑ», Θουκ.) αρχ. (τρόπου) σε καμιά περίπτωση, καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. ουδαμ ού)] … Dictionary of Greek